- ευάγγελος
- I
Όνομα μυθολογικών προσώπων.1. Θεός ή ήρωας της Εφέσου. Συνδέεται με την αρχαιότερη λατρεία του Πιξωδάρου, για τον οποίο, όπως αναφέρει ο Βιτρούβιος, ήταν βοσκός και ανακάλυψε ορυχείο μαρμάρου, το οποίο χρησιμοποιήθηκε στην οικοδόμηση του Αρτεμισίου. Από τότε ο Ε. λατρευόταν με θυσίες ως θεός ή ήρωας.2. Πρόγονος των Ευαγγελίων της Μιλήτου και διάδοχος του Βράγχου στο μαντείο των Βραγχιδών. Υπήρξε γιος του Καρυστίου, ενός αιχμαλώτου, και ανατράφηκε από τον Βράγχο. Χρησιμοποιήθηκε ως χρησμοδότης, ενώ μετά τον θάνατο του Βράγχου ανέλαβε τη διεύθυνση του μαντείου.IIΆγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε με ξίφος. Η μνήμη του τιμάται στις 7 Ιουλίου.III(Γαλάνης, Θεραπεία Βοσπόρου, 1928 –). Μητροπολίτης Πέργης, Υπέρτιμος και Έξαρχος Παμφυλίας (1970-). Σπούδασε στη Θεολογική Σχολή Χάλκης και το 1983 αναγορεύτηκε διδάκτορας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Χειροτονήθηκε διάκονος και διετέλεσε μέγας αρχιδιάκονος του οικουμενικού θρόνου. Το 1957 έγινε κωδικογράφος της Ιεράς Συνόδου και το 1965 ονομάστηκε μέγας αρχιδιάκονος. Το 1970 εξελέγη μητροπολίτης Πέργης. Είναι μέλος της Αγίας και Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου και συμμετείχε στη Συνοδική Εξελεκτική Επιτροπή, της οποίας και προεδρεύει καθώς και στις επιτροπές «επί του Διαλόγου μετά των μη-Χαλκηδονίων Εκκλησιών», του «Διαλόγου μετά της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας», «επί του Πατριαρχικού Αρχειοφυλακίου-Βιβλιοθηκών», «επί της Θείας Λατρείας», «επί του Κανονίου» κ.ά. Έργα του: Εκ Φαναρίου… (χρονογραφήματα, 1968), Αφιέρωμα στην Πόλη (ποιήματα, 1970), Λαός Χάριτος (χρονογραφήματα, 1973), Η Πέργη της Παμφυλίας (ιστορική μελέτη, 1983), Ισίδωρος Πηλουσιώτης (1993) κ.ά. Τέλος είναι ιδρυτικό μέλος και επίτιμος πρόεδρος του Συνδέσμου Μουσικοφίλων της Πόλης.* * *-ο (ΑΜ εὐάγγελος, -ον)αυτός που φέρνει καλές αγγελίες (α. «εὐαγγέλου πυρός», Αισχύλ.β. «αντηχούν ευάγγελοι φθόγγοι», Βιζυην.)αρχ.1. επίθ. τού Ερμή2. εκκλ. αυτός που διαβάζει το Ευαγγέλιο στην εκκλησία («εὐάγγελος ἀνὴρ βιβλίον ἀερτάζων διανίσσεται», Παύλ. Σιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + άγγελος < αγγέλλω, πρβλ. εξ-άγγελος, κακ-άγγελος, προ-άγγελος].
Dictionary of Greek. 2013.